αμάσητος

αμάσητος
η , ο [ος , ον ]
1) неразжёванный; 2) перен. нерастраченный (о деньгах, состоянии)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αμάσητος" в других словарях:

  • ἀμάσητος — unchewed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμάσητος — και αμάσιγος η, ο (Α ἀμάσητος, ον) [μασῶ] αυτός που δεν μασήθηκε νεοελλ. 1. αυτός που δεν μπορεί να μασηθεί 2. αυτός που δεν κατασπαταλήθηκε ή δεν μπορεί να δαπανηθεί (π. χ. περιουσία) 3. (για λόγια) σαφής, καθαρός, απερίφραστος …   Dictionary of Greek

  • αμάσητος — η, ο 1. αυτός που δε μασήθηκε: Καταπίνει το φαΐ του αμάσητο. 2. αυτός που δεν μπορεί να μασηθεί: Αυτό το κρέας είναι αμάσητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμάσητον — ἀμάσητος unchewed masc/fem acc sg ἀμάσητος unchewed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμασήτους — ἀμάσητος unchewed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμασήτῳ — ἀμάσητος unchewed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμάσητα — ἀμάσητος unchewed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμάσητοι — ἀμάσητος unchewed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλείαντος — η, ο (Α ἀλείαντος, ον) [λειαίνω] νεοελλ. αυτός που δεν λειάνθηκε ή δεν μπορεί να λειανθεί, αγυάλιστος, τραχύς αρχ. (για τροφή) άλειωτος, αμάσητος …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԾԱՄ — ( ) NBH 1 0165 Chronological Sequence: Early classical ա. ἁμάσητος non mansus, non mandabilis Ոչ ծամեալ. անծասկելի. որ չի ծամուիր, չծամուած. ... *Իբր զխիստ ինչ զանծամ. Յոբ. ՟Ի. 18 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»